νιτροποιός

νιτροποιός
νιτρο-ποιός, όν,
A producing νίτρον, γῆ Sch.Ar.Ra.725.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νιτροποιός — νιτροποιός, όν (Α) αυτός που παράγει νίτρο …   Dictionary of Greek

  • νιτροποιός — producing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νίτρο — Κοινή ονομασία του νιτρικού οξέος. Βλ. λ. νιτρικό οξύ. * * * το (ΑΜ νίτρον) νεοελλ. (ορυκτ.) γενική ονομασία τριών φυσικών νιτρικών ορυκτών, δηλαδή τού κανονικού νίτρου ή νιτρικού καλίου, τού νίτρου τής Χιλής ή κυβικού νατρίου ή νιτρικού νατρίου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”